Σήμερα είναι Κυριακή
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
του Παύλου Πισσάνου
Μεγαλώνοντας από μικρό παιδί στα ιερά των ναών, μαθαίνοντας τη μουσική της φύσης από τον ήχο της καμπάνας, κοιτώντας με δέος και θαυμασμό τις χρωματιστές μορφές των αγίων, συμμετέχοντας ο ίδιος, στα χρόνια της εφηβείας μου στον Προφήτη Ηλία Παγκρατίου, σαν αγιογράφος με τον αξέχαστο δάσκαλο Ασμάνη, είχα πάντα το μεγάλο ερώτημα «τι είναι άγιος».
Σήμερα, ποτισμένος με τα νάματα της κλασσικής Φιλοσοφίας και ταυτόχρονα της ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης, ζωντανός παρατηρητής στο σταυροδρόμι του Νού και της Ψυχής, πιστός σύμμαχος του ορθολογισμού και της αιτιοκρατίας που απορρέουν από την Αριστοτέλεια Λογική, καθώς και της θρησκευτικής ενόρασης που οδηγεί στην λύτρωση της ψυχής, μέσω του Ιησού, έχω οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι: αγιωσύνη είναι η «διαρκής προσέγγιση στο Όν».
Η γνώση του Όντος, είναι η κατάκτηση της αθανασίας της ψυχής.
Η αγωνία μας να προσεγγίσουμε το Όν, είναι η μοναδική Δυνατότητα να συλλάβουμε την Πραγματικότητα της Αιώνιας Ζωής.
Η τάσις μας να προσεγγίσουμε το Όν, είναι «τάσις Ψυχής», ενώ η αγωνία μας να κατανοήσουμε το Όν, είναι η «τάσις του Νού».
Όλα αυτά αποτελούν τον δείκτη απόδοσης της Αγιωσύνης.
Στην αρχαία Ελλάδα η «γνώση του Όντος» και η «αθανασία της ψυχής» αποτελούσαν την βασική και διαρκή ενασχόλιση των φιλοσόφων.
Ποτέ άλλοτε, στην ιστορία του κόσμου, η ιδέα του Θεού σαν φιλοσοφικό κατηγόρημα, δεν αποδόθηκε τόσο τέλεια, όσο στις αρχαίες Ελληνικές σχολές. Όποιος φιλοσοφεί, σκέπτεται Ελληνικά. Κι όποιος θεολογεί, μιλά Ελληνικά.
Δεν νοείται Θεολογία έξω από την Ελληνική γλώσσα, γιατί αυτή η ιερή ουράνια γλώσσα κρύβει σε κάθε γράμμα της, σε κάθε λέξη της, σε κάθε πρότασή της, μία αριθμητική αξία, μία μαθηματική εξίσωση κι ένα πλήρες νόημα συνδεδεμένο με το Όλον του κόσμου.
Ο πρώτος λόγος που η θεολογία ανήκει στους Έλληνες, είναι ότι η γλώσσα της θεολογίας είναι η Ελληνική. Κι επειδή οι Έλληνες γίγαντες της κλασσικής διανόησης, φιλοσοφώντας θεολογούν, και θεολογώντας φιλοσοφούν, έχουμε καθήκον και ιερή υποχρέωση να τους τοποθετήσουμε στην κορυφή της Ιεράς κλίμακος των Αγίων του Ουρανού.
Στην προσωκρατική φιλοσοφία η αναζήτηση της πρώτης αρχής του κόσμου από τον Ένα Θεό, αναζητάται από το Θαλή στο νερό, από τον Αναξίμανδρο στο άπειρο, από τον Αναξιμένη στον αέρα, από τον Πυθαγόρα στις μαθηματικές σχέσεις, από τους Ελεάτες στην αφθαρσία του Όντος, από τον Εμπεδοκλή στα στοιχεία της γης, που συνιστούν την Αγάπη και το Μίσος, από τον Αναξαγόρα στο Συμπαντικό Νού.
Στους Αττικούς φιλοσόφους, ο Σωκράτης «βλέπει ολοζώντανη» την αθανασία της ψυχής, ο Πλάτων συλλαμβάνει τα αρχέτυπα της αρετής στον κόσμο των Ιδεών, ο Αριστοτέλης στην έννοια της ιστορικής συνέχειας του πνεύματος με την εντελέχεια στη Γνώση, στην ουσία της φύσης, στον άνθρωπο, στη ψυχή.
Η Στωϊκή φιλοσοφία αφιερώνεται στο Θεό και τη Φύση, ενώ ο Κλεάνθης αναφωνεί «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν».
Ο ιερός Πλωτίνος ανακαλύπτει την ενότητα του κόσμου και την τριαδική του υπόσταση στο Ένα, το Νού και την Ψυχή.
Όλες αυτές οι ψυχές των φιλοσόφων, ζωντανές ουράνιες μορφές που το πνεύμα τους πρυττανεύει μέχρι σήμερα και για πάντα στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια του κόσμου, μεταλαμπαδεύουν το φως της Ελληνικής γνώσης στις κοινωνίες των εθνών, καταγαύζοντας τα σκοτάδια της αμάθειας, της αθεϊας, της απιστίας.
Όμως, ο σύγχρονος Έλληνας, που ρίχνει λίγο λίγο το πέπλο της «τυφλής πίστης» και γίνεται μύστης μιας Χριστιανικής θρησκείας συνδεδεμένης στο άρμα της κλασσικής φιλοσοφίας, ο Έλληνας στοχαστής, που προσπαθεί πλέον να συνδέσει τους κρίκους των Πατερικών κειμένων με τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων για να συλλάβει το πραγματικόν και το αληθές που οδηγούν στην, εις Χριστόν πίστην…
…αυτός ο Έλληνας, σηκώνει ακόμα ως σήμερα τα μάτια του ψηλά, στους θόλους της εκκλησίας και βλέπει τριγύρω απ’ τον Παντοκράτωρα να δεσπόζουν μορφές Εβραϊκής προέλευσης, εκεί που θά ‘θελε να έβλεπε τον θείο Σωκράτη να πίνει το κόνιον, τον θείο Πλάτωνα να θωπεύει τον κόσμο των ιδεών, τον θείο Πυθαγόρα να «βλέπει» πίσω από τους αριθμούς την Ενότητα του κόσμου, το θείο Αναξαγόρα να οραματίζεται τον Συμπαντικό Νού.
Γιατί;
Δημοσιεύθηκε: 19-2-2006