Σήμερα είναι Κυριακή
Η ΤΕΛΕΤΗ!
του Παύλου Πισσάνου
Μπροστά πήγαιναν οι ιερείς, ψάλλοντας νεκρώσιμα άσματα. Ακολουθούσαν έξι κοράκια – άνδρες, που σήκωναν στον ώμο τους το φέρετρο με την σωρό του Εμμανουέλ. Πιο πίσω η σύζυγος και οι συγγενείς, οι γνωστοί και, στο τέλος εγώ. Πάνω απ’ τα κεφάλια του πλήθους αγνάντευα το φέρετρο που όδευε σαν βαγόνι στις ράγες της Συμπαντικής μηχανής προς τον «τελευταίο οίκο» που αποτελούσε και την αρχική αιτία υπάρξεως του φυσικού κόσμου. Το χώμα!
Γνώριζα από πολλά χρόνια τον Εμμανουέλ.
Από τότε που «ξεπήδησε» σαν επιχειρηματίας με αντιπροσωπείες από το εξωτερικό, εργοστάσια και καταστήματα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.
Είχε όλα τα προσόντα του «καλού επιχειρηματία». Ήταν πάντα μέσα στο γραφείο του ένα ανθρώπινο ρομπότ, προγραμματισμένο «να παράγει λεφτά», με κάθε μέσον. Σκληρός, ευέλικτος, παγερός στη συναλλαγή, είχε πάντα το «συμφέρον της επιχείρησης» πάνω απ’ όλα.
Σ’ εμένα, είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία. Καθόμασταν πολλές φορές, ατέλειωτες ώρες μέσα στο γραφείο του και μ’ άκουγε με θρησκευτική ευλάβεια να του μιλάω για την «Άλλη ζωή» ενώ έξω, στον προθάλαμο, τον περίμενε ουρά από κόσμο. Κάποτε δάκρυζε μ’ αυτά που του έλεγα. Κάποια στιγμή μέσα σ’ ένα βαθύ επηρεασμό έχτισε μία μικρή εκκλησία στον κήπο του εξοχικού του. Όταν άνοιγε την πόρτα του γραφείου του για να μπεί κάποιος συναλλασσόμενος μαζί του, ο Εμμανουέλ άλλαζε το μανδύα του προσώπου του. Τα μάτια του σκοτείνιαζαν.
Η ώρα του χρήματος, ήταν η ώρα που καταργούσε μέσα του όλα τα τικ –τακ απ’ το ρολόϊ της αιωνιότητος. Κάποια υπάλληλος που θα γεννούσε το παιδάκι της, του ζητούσε αύξηση. Η απάντησή του ζωντάνεψε στα μάτια μου τον Σκρούτζ του Ντίκενς. Κάποια άλλη στιγμή, του έφεραν έναν οδηγό ενός φορτηγού της εταιρείας του που είχε τρακάρει με δική του ευθύνη. Ορθά κοφτά ο Εμμανουέλ έδωσε εντολή να κρατούν το ένα τρίτο του μισθού του μέχρι να εξοφληθεί το κόστος της ζημιάς.
Όταν έφυγε ο οδηγός και οι συνοδοί του απ’ το γραφείο του, έκανα παρατήρηση στον Εμμανουέλ ότι φέρθηκε πολύ σκληρά.
Αυτός σηκώθηκε απ’ την πολυθρόνα του, με πλησίασε, με χτύπησε στον ώμο απαλά και δήλωσε: «Η απόκτηση του χρήματος, είναι μονόδρομος. Άν λοξοδρομήσεις, φτώχινες». Κάποια άλλη στιγμή ο Εμμανουέλ μου ζήτησε πληροφορίες για την ασφάλιση ενός μέρους της περιουσίας του στο εξωτερικό. Του συνέστησα ένα φίλο μου διευθυντή σε τράπεζα της Ελβετίας και ο Εμμανουέλ κατέθεσε τότε διακόσια εκατομμύρια που μετατράπησαν σε χρυσό στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας της Μέριλ – Λύντς που βρίσκεται στα υπόγεια της Μπάνκχοφ Στρήτ, στη Ζυρίχη.
Ο χρυσός είναι ακόμα εκεί. Αλλά βρίσκονται κι άλλα κεφάλαια του Εμμανουέλ, σ’ άλλα υπόγεια της Γης. Όμως, το μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται «ψυχή» ακολουθούσε πάμφτωχο το λείψανο του σώματος, που σε λίγο θάμπαινε κι αυτό στο ίδιο υπόγειο που αναπαύονται οι θησαυροί μιας άχαρης ζωής. Κοίταζα το φέρετρο που έφτασε στο σκαμμένο τάφο και το τύλιγαν με σκοινιά για να το κατεβάσουν στο λάκκο. Πρόσεξα πως κανείς δεν έκλαιγε. Είχα την εντύπωση πως «κανείς δεν έφευγε» λες και «κανείς δεν είχε έρθει».
Το δάκρυ, που στο φως του ήλιου αντανακλά το φάσμα του θείου φωτός, δεν πότισε αυτή τη φορά τη γη. Κι είναι σίγουρο πως κάθε πλούσιος «εν αννόμοις θησαυρίζων», δεν φεύγει ποτισμένος με τα δάκρυα της απώλειας. Αντίθετα, χαίρονται τριγύρω του και στήνουν χορό κοράκων, οι κληρονόμοι του. Πλησίασα στο λάκκο και κοίταξα, για τελευταία φορά, το πρόσωπο του Εμμανουέλ απ’ την ανοιχτή κάσα. Μου φάνηκε πως τον είδα, όπως κάποτε στο γραφείο του να με ακούει περίσκεπτος να του μιλάω για την Άλλη Ζωή.
Με καταλάβαινε ο Εμμανουέλ, αλλά δεν μπορούσε να ακολουθήσει τα λόγια μου γιατί, η ψυχή του ήταν ήδη προσδεδεμένη στο θησαυροφυλάκιο του Μπάνκχοφ Στρήτ. Εκεί που ακούγεται ο τριγμός των οδόντων, η οδύνη και ο σπαραγμός όλων των αδικημένων της Γης, θύματα των εξουσιαστών της υδρογείου. Παρακάλεσα την γυναίκα του Εμμανουέλ, να γράψει πάνω από τον τάφο του, πάνω στο λευκό μάρμαρο: «μην θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης». Μου υποσχέθηκε ότι θα το κάνει, γιατί πίστευε πως, αυτό το μήνυμα, τώρα, θα άρεσε πολύ στον Εμμανουέλ!
Δημοσιεύθηκε: 30-7-2006